κόμαι

κόμαι
κόμη
hair of the head
fem nom/voc pl
κόμᾱͅ , κόμη
hair of the head
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόμᾳ — κόμαι , κόμη hair of the head fem nom/voc pl κόμᾱͅ , κόμη hair of the head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • κατατάκομαι — κατατά̱κομαι , κατατήκω melt pres ind mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερύκομαι — κατερύ̱κομαι , κατερυκάνω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάκομαι — τά̱κομαι , τήκω melt pres ind mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύκομαι — ἐρύ̱κομαι , ἐρύκω keep in pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”